τειχάριον

τειχάριον
τειχ-άριον, τό,
A wall, in contemptuous sense,

τειχάρια παλαιά PRyl.125.7

(i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τειχάριον — το, Α [τεῖχος] μικρό, χαμηλό τείχος («κατασπασμὸς τειχαρίων παλαιῶν», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”